- ούνεκα
- οὕνεκα και, πριν από φωνήεν, οὕνεκεν (Α)(αναφ. σύνδ. αντί oὗ ἕνεκα)1. γι' αυτό, ένεκα τούτου («οὕνεκεν... τὸ πεποναμένον εὖ μή... κρυπτέτω», Πίνδ.)2. (ως ανταπόδοση στο τοῡδ' ἕνεκα, τοὔνεκα και στο τῷ) επειδή, διότι (α. «τοῡδ' ἕνεκά σφιν... ἄλγεα τεύχει, οὕνεκ' ἐγώ», Ομ. Ιλ.β) «τῷ σε καὶ οὐ δύναμαι προλιπεῑν... οὕνεκ' ἐπητής ἐσσι», Ομ. Οδ.)3. (μετά από τα ρήματα εἰδέναι, νοεῑν, νεμεσσᾱν, γνῶμαι, ἐννοεῑν, μαθεῑν, αἰσθάνεσθαι, ἐρέειν, λέγειν κ.ά.) ότι («ἴσθι... οὕνεκα Ἕλληνές ἐσμεν», Σοφ.)4. (το οὕνεκα χρησιμοποιείται και ως πρόθεση καταχρηστική που συντάσσεται με επιτασσόμενη γενική) ένεκα («θάρσει προνοίας οὕνεκα», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οὗ + ἕνεκα με κράση].
Dictionary of Greek. 2013.